ξεφούρνισμα

ξεφούρνισμα
το [ξεφουρνίζω]
1. εξαγωγή από τον φούρνο
2. μτφ. αιφνίδια και απροσδόκητη παρουσίαση ενός πράγματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεφούρνισμα — το, ατος 1. βγάλσιμο πράγματος από το φούρνο: Το ξεφούρνισμα του φαγητού αργεί ακόμα. 2. ξαφνική παρουσίαση απροσδόκητου πράγματος ή γεγονότος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”